- χουλιάρα
- η, Ν(ως μεγεθ. τ. τού χουλιάρι) μεγάλο κουτάλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χουλιάρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κουτάλ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χουλιάρα — η μεγεθυντικό του χουλιάρι μεγάλο κουτάλι, κουτάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρυποχουλιάρα — η, Ν 1. τρυπητή κουτάλα 2. μτφ. (για πρόσ.) α) φλύαρος και επιπόλαιος β) σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπα + χουλιάρα] … Dictionary of Greek
κεψές — ο (λ. τουρκ.), τρυπητή χουλιάρα, ξαφριστήρι: Ξαφρίσαμε το κρέας με τον κεψέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτάλα — η μεγεθυντικό του κουτάλι μεγάλο κουτάλι, χουλιάρα: Ανακατώνει το φαγητό με την κουτάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)